Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η μύτη

  • 1 μύτη

    [мити] ουσ. Θ. нос.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μύτη

  • 2 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 3 нос

    нос
    м
    1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):
    большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·
    2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·
    3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος.

    Русско-новогреческий словарь > нос

  • 4 носок

    βλ. носки
    -ска α.
    1. μικρό ράμφος, μυτίτσα.
    2. η μύτη του ποδιού (των δάχτυλων) η μύτη του παπουτσιού•

    туфли с узкими -ами παπούτσια μυτερά•

    ударить мяч -ом χτυπώ την ποδόσφαιρα με τη μύτη (του παπουτσιού)•

    танцевать на -ах χορεύω στις μύτες των ποδιών.

    3. στόμιο αγγείου.
    4. αιχμή, ακίδα (αντικειμένου).
    εκφρ.
    играть в -иπαλ. είδος χαρτοπαιγνίου (τον χάνοντα χτυπούσαν με την τράπουλα στη μύτη).

    Большой русско-греческий словарь > носок

  • 5 нос

    1. (передняя часть предмета) η μύτη 2. анат. η ρίς, разг. η μύτη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нос

  • 6 нос

    нос м 1) η μύτη 2) (судна) η πλώρη, η πλώρα
    * * *
    м
    1) η μύτη
    2) ( судна) η πλώρη, η πλώρα

    Русско-греческий словарь > нос

  • 7 носок

    носок м 1) (кончик) η μύτη ( ποδιού, παπουτσιού) 2) мн.: \носоккй οι κάλτσες ( ανδρικές), τα σοσόνια
    * * *
    м
    1) ( кончик) η μύτη (ποδιού, παπουτσιού)
    2) мн. носки́ οι κάλτσες (ανδρικές), τα σοσόνια

    Русско-греческий словарь > носок

  • 8 горбатый

    горб||атый
    прил καμπούρης, κυφός:
    \горбатыйа-тый нос ἡ κυρτή μύτη, ἡ γαμψή μύτη· \горбатыйатого могила исправит погов· τόν καμπούρη μόνον ὁ τάφος θά τόν ἰσιώσει.

    Русско-новогреческий словарь > горбатый

  • 9 наконечник

    наконечник
    м ἡ αίχμή, ἡ ἄκρα, ἡ μύτη, ἡ ἀκίδα / τό σκέπασμα τοῦ μολυβιού (для карандаша):
    \наконечник шприца ἡ αίχμή (или ἡ μύτη) σύριγγος· \наконечник стрелы ἡ αίχμή βέλους' \наконечник копья ἡ αίχμή τοῦ ἀκόντιου.

    Русско-новогреческий словарь > наконечник

  • 10 носок

    нос||ок I
    м ἡ μύτη:
    \носок ботинка ἡ μύτη τοῦ παπουτσιού· танцевать на \носокка́х χορεύω στά νύχια, χορεύω στίς μύτες τῶν ποδιών.
    носо́к II
    м см. иоски́.

    Русско-новогреческий словарь > носок

  • 11 тупоносый

    тупоносый
    прил μέ πλατειά μύτη:
    \тупоносый сапо́г ἡ μπότα μέ πλατειά μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > тупоносый

  • 12 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 13 остриё

    ουδ.
    1. αιχμή, ακίδα, μύτη•

    копья η αιχμή του ακοντίου•

    остриё иголки η μύτη του βελονιού.

    2. η κόψη•

    остриё ножа η κόψη του μαχαιριού.

    3. μτφ. κατεύθυνση κατά κάποιου•

    остриё полемики, критики, сатиры η αιχμή της πολεμικής, της κριτικής., της σάτιρας.

    Большой русско-греческий словарь > остриё

  • 14 тыкать

    тычу, тычешь
    κ. тыкаю
    -аешь,
    επιρ. μτχ. тыча
    κ. тыкая ρ.δ.
    1. μπήγω, χώνω•

    тыкать колья в землю μπήγω πασσάλους στη γη.

    || χτυπώ• σκουντώ•

    тыкать пальцем σκουντώ με •το δάχτυλο.

    || κουνώ το δάχτυλο ή το χέρι, χειρονομώ.
    2. μ. κ. αμ. χτυπώ, δέρνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) δακτυλοδεικτώ.
    4. εισάγω, βάζω μέσα•

    тыкать топор за пояс χώνω το τσεκούρι στο ζωνάρι•

    тыкать ключом в замок βάζω το κλειδί στην κλείδων ιά.

    || στέλλω, κατευθύνω. || μεταδίνω (ρίχνω) όπως-όπως, όπως λάχει.
    εκφρ.
    тыкать (свой) нос – χώνω τη μύτη (μούρη) μου (επεμβαίνω)•
    тыкать юсом кого во что – επίμονα κάνω κάποιον να δει το λάθος του, την πράξη του•
    тыкать в глаза или в нос – χώνω στα μάτια ή στη μύτη (συνεχώς υπενθυμίζω κάτι), μέμφομαι, κατηγορώ.
    1. μπήγομαι, χώνομαι•

    стрела -ется в дерево το βέλος μπήγεται στο δέντρο.

    2. αλληλοχτυπιέμαι με αιχμηρά όργανα.
    3. σκουντώ• χτυπώ με αιχμηρό όργανο.
    4. περιφέρομαι ανήσυχα•

    всюду -ется, а дела не делает παντού χώνεται και τίποτε δεν κάνει.

    5. ανακατεύομαι, επεμβαίνω. || μτφ. απευθύνομαι, καταφεύγω, επικαλούμαι.
    εκφρ.
    тыкать носомβλ. клевать носом (λ. клевать).
    -аю, -аешь κ. тычу, тычешь
    ρ.δ.μ. (απλ.) μιλώ στον ενικό.

    Большой русско-греческий словарь > тыкать

  • 15 широконосый

    επ., βρ: -нос, -а, -о
    πλατύρινος•

    -ое лицо πρόσωπο με πλατιά μύτη.

    || (για υποδήματα) με πλατιά μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > широконосый

  • 16 заострение

    η ακίδα, η αιχμηρή ακμή, η «μύτη».

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заострение

  • 17 нарост

    (дефект литья) το εξόγκωμα (ελάττωμα της χύτευσης)
    το επιφανειακό ελαττωματικό στρώμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарост

  • 18 носок

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > носок

  • 19 остриё

    1. (заострённый конец чего-л.) η αιχμή, η μύτη 2. (острая, режущая сторона чего-л.) η κόψη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > остриё

  • 20 передок

    1. (трансп.) το εμπρόσθιο/μπροστινό μέρος/τμήμα (του μεταφορικού μέσου) 2. (у обуви) η μύτη (στο υπόδημα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передок

См. также в других словарях:

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — η 1. το αισθητήριο όργανο της όσφρησης: Έχει γαμψή μύτη. 2. το ρύγχος των ζώων ή το ράμφος των πουλιών: Οι πελαργοί έχουν μακριές μύτες. 3. η όσφρηση: Έχει γερή μύτη. 4. προεξοχή, αιχμή: Η μύτη της βελόνας. 5. φρ., «Σήκωσε μύτη», έγινε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύτη — μύτης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτῃ — μύτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακριά Μύτη — Οικισμός (27 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μαύρη Μύτη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 5 κάτ.) της Αμοργού. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • μυτίζω — (Μ μυτίζω) [μύτη] νεοελλ. 1. (για πτηνά) ραμφίζω, τσιμπώ κάτι με τη μύτη 2. κάνω κάτι οξύ στην άκρη σαν μύτη, οξύνω μσν. 1. πλησιάζω σε κάτι τη μύτη μου, τό μυρίζω 2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη, ρίχνω τον ιππέα …   Dictionary of Greek

  • μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»